- ἐξορύσσεται
- ἐξορύσσωdig outpres ind mp 3rd sgἐξορύ̱σσεται , ἐξορύσσωdig outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
ανθρακωρυχείο — Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από… … Dictionary of Greek
κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… … Dictionary of Greek
κυπέλλωση — Μεταλλουργική μέθοδος αποχωρισμού με οξείδωση ενός ή περισσότερων στοιχείων από ρευστό μείγμα. Ειδικά αφορά την κατεργασία με την οποία εξορύσσεται ο άργυρος από μολυβδούχα ορυκτά που τον περιέχουν ως ακαθαρσία. Η κ. προβλέπει μια οξειδωτική τήξη … Dictionary of Greek
λατόμημα — το (Α λατόμημα) [λατομώ] λίθος που εξορύσσεται από λατομείο … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μιλτωρυχία — μιλτωρυχία, ἡ (Α) [μιλτωρύχος] εξόρυξη μίλτου ή τόπος από τον οποίο εξορύσσεται η μίλτος … Dictionary of Greek
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… … Dictionary of Greek